- κτενιστός
- κτενιστός, -ή, -όν (Α) [κτενίζω]1. χτενισμένος2. (για έριο) λαναρισμένος, ξασμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κτενιστόν — κτενιστός combed masc acc sg κτενιστός combed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενισταί — κτενιστής hairdresser masc nom/voc pl κτενιστός combed fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτενιστοῦ — κτενιστής hairdresser masc gen sg κτενιστός combed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)